ἐξουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(c1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] ή, όν, eigenmächtig, adv. im compar., Pol. 5, 26, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] ή, όν, eigenmächtig, adv. im compar., Pol. 5, 26, 3.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξουσιαστικός''': ή, ον, ὁ ἔχων ἐξουσίαν, ἐξ. [[λόγος]] Σύμμ. ἐν Ἐκκλ. Η΄, 4, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 217· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερον Πολύβ. 5. 26, 3. - Ἐν τῇ γραμματικῇ τὰ ῥήματα τὰ σημαίνοντα ἐξουσίαν, ὡς π.χ. ἄρχω, [[κυριεύω]], βασιλεύω, λέγονται ἐξουσιαστικά.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουσιαστικός Medium diacritics: ἐξουσιαστικός Low diacritics: εξουσιαστικός Capitals: ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exousiastikós Transliteration B: exousiastikos Transliteration C: eksousiastikos Beta Code: e)cousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A authoritative, powerful, Vett. Val.6.3,al., Sm.Ec.8.4, Eustr. in EN119.21; πράξεις Heph.Astr.3.4; [θεάματα], ἐνεργήματα, Iamb. Myst.2.4. Adv. -κῶς Id.VP32.217: Comp.-ώτερον Plb.5.26.3.    II free, self-determining, δύναμις Diogenian.Epicur.3.65.

German (Pape)

[Seite 889] ή, όν, eigenmächtig, adv. im compar., Pol. 5, 26, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσιαστικός: ή, ον, ὁ ἔχων ἐξουσίαν, ἐξ. λόγος Σύμμ. ἐν Ἐκκλ. Η΄, 4, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 217· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερον Πολύβ. 5. 26, 3. - Ἐν τῇ γραμματικῇ τὰ ῥήματα τὰ σημαίνοντα ἐξουσίαν, ὡς π.χ. ἄρχω, κυριεύω, βασιλεύω, λέγονται ἐξουσιαστικά.