πάπυρος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0467.png Seite 467]] ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, [[βύβλος]], man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0467.png Seite 467]] ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, [[βύβλος]], man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάπῡρος''': ὁ καὶ ἡ, [[εἶδος]] παρυδατίου φυτοῦ ἔχοντος τριγωνικὸν [[στέλεχος]] καλαμοειδές, ἀφθόνως φυόμενον ἐν Αἰγύπτῳ, οὗ τὸν ἐξωτερικὸν φλοιὸν ἐχρησιμοποίουν ὡς χάρτην πρὸς γραφὴν ([[βύβλος]]), συγκολλῶντες τὰς λωρίδας ἐγκαρσίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 2 κἑξ., Πορφ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπαρ. 98Α· ἴδε Dict. of Bible ἐν λ. Reed. Τὴν ῥίζαν τοῦ φυτοῦ τούτου ἤσθιον οἱ Αἰγύπτιοι, [[ὅθεν]] ἐκαλοῦντο παπυροφάγοι Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) πᾶν τὸ ἐκ παπύρου κατασκευαζόμενον, [[οἷον]] ὑφάσματα, σχοινία, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 249, Ἀνακρεόντ. 33. 5, Ἰουβενάλ. 4. 24, πρβλ. Πλίν. 13. 22 κἑξ. [Κυρίως υυ, ἀλλ’ ἐν Ἀνθολ. ἔνθ’ ἀνωτ., υυυ]. - Ὁ [[πάπυρος]] νῦν ὀνομάζεται παπῦρι ... μεταχειρίζονται δὲ αὐτὸν οἱ βαρελλοποιοί. - Ἴδε Χατζιδάκιν Περὶ τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 259. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ and ἡ,
A papyrus, Cyperus Papyrus, Thphr.HP4.8.2, Dsc.1.86, Porph. ap. Eus.PE3.7, etc.; as food, UPZ91.8, 96.40 (ii B. C.). 2 linen, cord, etc., made of it, AP6.249 (Antip.), Anacreont.30.5, Plin.HN13.72, etc. [Prop., as in Anacreont. l.c. and Latin poets, but in AP l.c., .]
German (Pape)
[Seite 467] ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, βύβλος, man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.]
Greek (Liddell-Scott)
πάπῡρος: ὁ καὶ ἡ, εἶδος παρυδατίου φυτοῦ ἔχοντος τριγωνικὸν στέλεχος καλαμοειδές, ἀφθόνως φυόμενον ἐν Αἰγύπτῳ, οὗ τὸν ἐξωτερικὸν φλοιὸν ἐχρησιμοποίουν ὡς χάρτην πρὸς γραφὴν (βύβλος), συγκολλῶντες τὰς λωρίδας ἐγκαρσίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 2 κἑξ., Πορφ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπαρ. 98Α· ἴδε Dict. of Bible ἐν λ. Reed. Τὴν ῥίζαν τοῦ φυτοῦ τούτου ἤσθιον οἱ Αἰγύπτιοι, ὅθεν ἐκαλοῦντο παπυροφάγοι Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) πᾶν τὸ ἐκ παπύρου κατασκευαζόμενον, οἷον ὑφάσματα, σχοινία, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 249, Ἀνακρεόντ. 33. 5, Ἰουβενάλ. 4. 24, πρβλ. Πλίν. 13. 22 κἑξ. [Κυρίως υυ, ἀλλ’ ἐν Ἀνθολ. ἔνθ’ ἀνωτ., υυυ]. - Ὁ πάπυρος νῦν ὀνομάζεται παπῦρι ... μεταχειρίζονται δὲ αὐτὸν οἱ βαρελλοποιοί. - Ἴδε Χατζιδάκιν Περὶ τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 259.