ὕσκλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
(12)
 
(6_14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(/sklos
|Beta Code=u(/sklos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the latchet</b> or <b class="b2">eyelets of a sandal</b>, <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων</b>, Hsch.; <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλοι</b>, Theognost.<span class="title">Can.</span>24; written ὕσχλος in <span class="bibl">Poll.7.80</span>; <b class="b3">τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα</b>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span> p.25</span> B . . hence <b class="b3">ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι</b>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the latchet</b> or <b class="b2">eyelets of a sandal</b>, <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων</b>, Hsch.; <b class="b3">ὕσκλοι· ἀγκύλοι</b>, Theognost.<span class="title">Can.</span>24; written ὕσχλος in <span class="bibl">Poll.7.80</span>; <b class="b3">τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα</b>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span> p.25</span> B . . hence <b class="b3">ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι</b>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ὕσκλος''': ὁ, ἡ [[ἄκρα]] (corrigiae ansulae) σανδαλίου [[ὅπου]] ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ [[ὑπόδημα]] εἰς τὸν [[πόδα]], Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 80· [[ἐντεῦθεν]] [[ἕπτυσκλος]], [[ἐννέϋσκλος]]· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσκλος Medium diacritics: ὕσκλος Low diacritics: ύσκλος Capitals: ΥΣΚΛΟΣ
Transliteration A: hýsklos Transliteration B: hysklos Transliteration C: ysklos Beta Code: u(/sklos

English (LSJ)

ὁ,

   A the latchet or eyelets of a sandal, ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων, Hsch.; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.Can.24; written ὕσχλος in Poll.7.80; τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα, Phryn.PS p.25 B . . hence ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι.

Greek (Liddell-Scott)

ὕσκλος: ὁ, ἡ ἄκρα (corrigiae ansulae) σανδαλίου ὅπου ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν πόδα, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· ἐντεῦθεν ἕπτυσκλος, ἐννέϋσκλος· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.