ἐγκάρδιος: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(13_5) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0704.png Seite 704]] 1) im Herzen, herzlich; [[ἔρως]] Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0704.png Seite 704]] 1) im Herzen, herzlich; [[ἔρως]] Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐγκάρδιος''': -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον [[μέρος]] τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, [[λίθος]] τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, [[ἔνθα]] [[τρία]] εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα [[ἄλλο]] ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in the heart, ἐγκάρδιόν ἐστί (or γίγνεταί) τί τινι it goes to his heart, Democr. 262, D.S.1.45; τἀγκ. τις ἐρεῖ what is in his heart, Phld. Lib.p.14 O. Adv., ὅταν γεννηθῇς ἐγκαρδίως PMag.Par.1.1785. 2 in close proximity, of planets, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105. II ἐγκάρδιον, τό (ἐγκάρδιος, ὁ, S.E.M.9.119), heart-wood, core, Thphr. HP3.8.5, 5.3.2; pith, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3. 2 generally, core, Roussel Cultes Égyptiens 236 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 704] 1) im Herzen, herzlich; ἔρως Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάρδιος: -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον μέρος τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, ἔνθα τρία εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα ἄλλο ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας.