χειρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(b)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] τό, dim. von [[χειρίς]], Aermelchen, Gloss.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] τό, dim. von [[χειρίς]], Aermelchen, Gloss.
}}
{{ls
|lstext='''χειρίδιον''': ὑποκοριστ. τοῦ [[χειρίς]], «μανίκι», Ἀπόκρυφ. Πράξεις Πέτρου καὶ Παύλου 47, Δωρόθ. 1632C. 2) [[χειρόμακτρον]] ἢ [[εἶδος]] χειροκτίου πρὸς τρῖψιν τοῦ σώματος, ξηραὶ τρίψεις διά τε σινδόνων ἢ χειριδίων, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβάσ. 1. 494.
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρίδιον Medium diacritics: χειρίδιον Low diacritics: χειρίδιον Capitals: ΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: cheirídion Transliteration B: cheiridion Transliteration C: cheiridion Beta Code: xeiri/dion

English (LSJ)

τό,

   A glove for rubbing the body, Antyll. ap. Orib.6.18.5; χειριδίων v.l. for χειρίδων in Gal.6.230.

German (Pape)

[Seite 1345] τό, dim. von χειρίς, Aermelchen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειρίδιον: ὑποκοριστ. τοῦ χειρίς, «μανίκι», Ἀπόκρυφ. Πράξεις Πέτρου καὶ Παύλου 47, Δωρόθ. 1632C. 2) χειρόμακτρονεἶδος χειροκτίου πρὸς τρῖψιν τοῦ σώματος, ξηραὶ τρίψεις διά τε σινδόνων ἢ χειριδίων, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβάσ. 1. 494.