καλυβίτης: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
(c2) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰλῠβίτης''': -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A living in a hut, Str.7.5.12.
German (Pape)
[Seite 1314] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλῠβίτης: -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15.