Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλυβίτης

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠβίτης Medium diacritics: καλυβίτης Low diacritics: καλυβίτης Capitals: ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ
Transliteration A: kalybítēs Transliteration B: kalybitēs Transliteration C: kalyvitis Beta Code: kalubi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, living in a hut, Str.7.5.12.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠβίτης: -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15.

Greek Monolingual

ο (AM καλυβίτης) αυτός που κατοικεί σε καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + -ίτης (πρβλ. σκην-ίτης, στυλ-ίτης)].