βδέλυγμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(b)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.
}}
{{ls
|lstext='''βδέλυγμα''': τό, [[πρᾶγμα]] βδελυκτόν, δηλ. [[εἴδωλον]] ἢ [[πρᾶγμα]] προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.
}}
}}

Revision as of 11:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδέλυγμα Medium diacritics: βδέλυγμα Low diacritics: βδέλυγμα Capitals: ΒΔΕΛΥΓΜΑ
Transliteration A: bdélygma Transliteration B: bdelygma Transliteration C: vdelygma Beta Code: bde/lugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A abomination, τοῖς Αἰγ. πᾶς ποιμήν β. LXX Ge. 43.32, etc.; β. τῶν ἐρημώσεων, ἐρημώσεως, of an idol, ib.Da.9.27, 1 Ma. 1.54, cf. Ev.Matt.24.15.

German (Pape)

[Seite 440] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

βδέλυγμα: τό, πρᾶγμα βδελυκτόν, δηλ. εἴδωλονπρᾶγμα προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.