φιλοικτίρμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοικτίρμων''': -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς οἶκτον, [[πλήρης]] οἰκτιρμῶν, [[συμπαθής]], [[εὔσπλαγχνος]], Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 345, Πλάτ. Μενέξ. 244Ε, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλοίκτιρμον ὁ αὐτ. 2. 959F, Αἰλ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Πολύδ. Η΄, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''φῐλοικτίρμων''': -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς οἶκτον, [[πλήρης]] οἰκτιρμῶν, [[συμπαθής]], [[εὔσπλαγχνος]], Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 345, Πλάτ. Μενέξ. 244Ε, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλοίκτιρμον ὁ αὐτ. 2. 959F, Αἰλ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Πολύδ. Η΄, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />miséricordieux ; τὸ φιλοίκτιρμον la compassion, la pitié.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[οἶκτος]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικτίρμων Medium diacritics: φιλοικτίρμων Low diacritics: φιλοικτίρμων Capitals: ΦΙΛΟΙΚΤΙΡΜΩΝ
Transliteration A: philoiktírmōn Transliteration B: philoiktirmōn Transliteration C: filoiktirmon Beta Code: filoikti/rmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A prone to pity, compassionate, E.IT345, Pl.Mx.244e, Plu.Cam.17, Aristid.Or.46(3).39, etc.: τὸ φ. Plu. 2.959f, Ael.VH1.30. Adv. φῐλ-νως Poll.8.11.

German (Pape)

[Seite 1280] ονος, zum Mitleiden geneigt, mitleidig, barmherzig; Eur. I. T. 345; Plat. Menex. 244 e. – Adv. φιλοικτιρμόνως, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικτίρμων: -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς οἶκτον, πλήρης οἰκτιρμῶν, συμπαθής, εὔσπλαγχνος, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 345, Πλάτ. Μενέξ. 244Ε, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλοίκτιρμον ὁ αὐτ. 2. 959F, Αἰλ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -μόνως, Πολύδ. Η΄, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
miséricordieux ; τὸ φιλοίκτιρμον la compassion, la pitié.
Étymologie: φίλος, οἶκτος.