τοσάκις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοσάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ., ([[τόσος]]) ὡς καὶ νῦν, τόσας [[φοράς]], ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ [[τοσσάκι]], Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]], πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
|lstext='''τοσάκῐς''': [ᾰ], Ἐπίρρ., ([[τόσος]]) ὡς καὶ νῦν, τόσας [[φοράς]], ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ [[τοσσάκι]], Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψει’ ὁ [[γέρων]], πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ [[ὕδωρ]] ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />autant de fois.<br />'''Étymologie:''' [[τόσος]], -ακις.
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.

Greek (Liddell-Scott)

τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.

French (Bailly abrégé)

adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.