εἰσορμάω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσορμάω''': [[εἰσάγω]] μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, καὶ [[πάλιν]] εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμὸν Ἀνθ. Π. 707: ― Παθ., [[εἰσέρχομαι]] μεθ’ ὁρμῆς εἰς..., μετ’ αἰτ., [[θάλαμον]] εἰσορμωμένην Σοφ. Τρ. 913˙ οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἰσορμᾶν εἰς τόπον Πλούτ. 2. 774F.
|lstext='''εἰσορμάω''': [[εἰσάγω]] μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, καὶ [[πάλιν]] εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμὸν Ἀνθ. Π. 707: ― Παθ., [[εἰσέρχομαι]] μεθ’ ὁρμῆς εἰς..., μετ’ αἰτ., [[θάλαμον]] εἰσορμωμένην Σοφ. Τρ. 913˙ οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἰσορμᾶν εἰς τόπον Πλούτ. 2. 774F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>poét.</i> [[ἐσορμάω]];<br />pénétrer de force dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσορμάομαι-ῶμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ὁρμάω]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσορμάω Medium diacritics: εἰσορμάω Low diacritics: εισορμάω Capitals: ΕΙΣΟΡΜΑΩ
Transliteration A: eisormáō Transliteration B: eisormaō Transliteration C: eisormao Beta Code: ei)sorma/w

English (LSJ)

   A bring forcibly into, ῥυθμὸν Μούσῃ AP7.707 (Diosc.):— Pass., rush into, c. acc., θάλαμον εἰσορμωμένην S.Tr.913:—intr. in Act., εἰσορμᾶν πρὸς Ἱππότας Plu.2.775a.

German (Pape)

[Seite 745] hineindringen, -drängen, Diosc. 29 (VI, 707). – Dep., hineindringen, θάλαμον Soph. Tr. 909, wie auch das act. bei Plut. amat. narr. 4 mit πρός τινα verbunden steht.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσορμάω: εἰσάγω μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, καὶ πάλιν εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμὸν Ἀνθ. Π. 707: ― Παθ., εἰσέρχομαι μεθ’ ὁρμῆς εἰς..., μετ’ αἰτ., θάλαμον εἰσορμωμένην Σοφ. Τρ. 913˙ οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἰσορμᾶν εἰς τόπον Πλούτ. 2. 774F.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poét. ἐσορμάω;
pénétrer de force dans;
Moy. εἰσορμάομαι-ῶμαι m. sign.
Étymologie: εἰς, ὁρμάω.