στυγνότης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στυγνότης''': -ητος, ἡ, [[κατήφεια]], [[σκυθρωπότης]], Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. [[στυγνάζω]]. | |lstext='''στυγνότης''': -ητος, ἡ, [[κατήφεια]], [[σκυθρωπότης]], Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. [[στυγνάζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.
German (Pape)
[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübniß, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνότης: -ητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.