ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
α, ον :1 de Corcyre;2 originaire ou habitant de Corcyre ; οἱ Κερκυραῖοι les Corcyréens.Étymologie: Κέρκυρα.