ἁρματοτροφέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρματοτροφέω''': διατηρῶ, [[τρέφω]] ἵππους πρὸς ἁρματηλασίαν, [[κυρίως]] δὲ πρὸς ἀγῶνας ἁρματοδρομίας, Ξεν. Ἀγησ. 9. 6, Διογ. Λ. 4. 17· πρβλ. ἅρμα 2. | |lstext='''ἁρματοτροφέω''': διατηρῶ, [[τρέφω]] ἵππους πρὸς ἁρματηλασίαν, [[κυρίως]] δὲ πρὸς ἀγῶνας ἁρματοδρομίας, Ξεν. Ἀγησ. 9. 6, Διογ. Λ. 4. 17· πρβλ. ἅρμα 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />entretenir une écurie de courses.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
A keep chariot-horses, esp. for racing, X.Ages.9.6, D.L.4.17, Phld.Acad.Ind.p.47 M.
German (Pape)
[Seite 355] Wagenpferde halten, bes. zum Wettfahren, Xen. Ages. 9, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματοτροφέω: διατηρῶ, τρέφω ἵππους πρὸς ἁρματηλασίαν, κυρίως δὲ πρὸς ἀγῶνας ἁρματοδρομίας, Ξεν. Ἀγησ. 9. 6, Διογ. Λ. 4. 17· πρβλ. ἅρμα 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entretenir une écurie de courses.
Étymologie: ἅρμα, τρέφω.