συνεπερείδω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; <i>fig.</i> ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; <i>avec un acc. de pers.</i> transpercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’appuyer de toute sa force sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπερείδω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπερείδω Medium diacritics: συνεπερείδω Low diacritics: συνεπερείδω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: synepereídō Transliteration B: synepereidō Transliteration C: synepereido Beta Code: suneperei/dw

English (LSJ)

   A help in driving against, c. acc. rei, Plu.2.939b; help in inflicting, πληγήν Id.Brut.52; σ. ὑπόνοιάν τινι help to fix a suspicion on him, Id.Caes.8, cf. Cic.21 (cj. for συναπ-); drive home a weapon, Id.Phil.10; συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the force of his horse, Id.Marc.7; give additional force, Arr.Tact.12.2,10.    II Med., = Lat. conitor, Dosith. p.433 K., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπερείδω: ἐπιφέρω μεθ’ ὁρμῆς ὁμοῦ, μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· καταφέρω ὁμοῦ, πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ αὐτοῦ μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

1 tr. appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; fig. ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; avec un acc. de pers. transpercer, acc.;
2 intr. s’appuyer de toute sa force sur, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερείδω.