βᾶρις: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾶρις''': -ιδος, Ἰων. ιος, ἡ: πληθ. βάρεις Ἑβδ., Ἰων. βάρῑς, Ἡρόδ. 2. 41· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι Αἰσχ. Πέρσ. 554: - [[πλοῖον]] μὲ πυθμένα εὐρύν, ἐπίπεδον, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 874, Ἡρόδ. 2. 41, 96, 179· βάρβαροι βάριδες Εὐρ. Ι. Α. 297· ἴδε [[ἀμφίστροφος]], 2) μεταφ., [[μεγάλη]] [[οἰκία]], [[πύργος]], [[ἀνάκτορον]], Ἑβδ. (ψαλ. μδ΄, 9, Δαν. θ, 1 κ. ἀλλ.)· πρβλ. Βαλκ. Ἀμμων. σ. 44, Sturz Μακ. Διαλέκτ. σ. 89, καὶ ἴδε [[πυργόβαρις]].
|lstext='''βᾶρις''': -ιδος, Ἰων. ιος, ἡ: πληθ. βάρεις Ἑβδ., Ἰων. βάρῑς, Ἡρόδ. 2. 41· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι Αἰσχ. Πέρσ. 554: - [[πλοῖον]] μὲ πυθμένα εὐρύν, ἐπίπεδον, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 874, Ἡρόδ. 2. 41, 96, 179· βάρβαροι βάριδες Εὐρ. Ι. Α. 297· ἴδε [[ἀμφίστροφος]], 2) μεταφ., [[μεγάλη]] [[οἰκία]], [[πύργος]], [[ἀνάκτορον]], Ἑβδ. (ψαλ. μδ΄, 9, Δαν. θ, 1 κ. ἀλλ.)· πρβλ. Βαλκ. Ἀμμων. σ. 44, Sturz Μακ. Διαλέκτ. σ. 89, καὶ ἴδε [[πυργόβαρις]].
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />barque égyptienne <i>ou</i> persane à fond plat.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾶρις Medium diacritics: βᾶρις Low diacritics: βάρις Capitals: ΒΑΡΙΣ
Transliteration A: bâris Transliteration B: baris Transliteration C: varis Beta Code: ba=ris

English (LSJ)

ιδος (also-εως J.AJ14.16.2, cf.

   A Et.Gud., AB84), Ion. ιος, ἡ: acc. βᾶριν J.AJ10.11.7, Iamb.Myst.6.5; dat. βάρει J.AJ11.4.6: pl. βάρεις LXX 2 Ch.36.19, al., Ion. βάριες Hdt.2.41; gen. βαρέων LXX Ps. 44(45).8; poet. dat. pl. βαρίδεσσι A.Pers.553 (lyr.):—flat-bottomed boat, used in Egypt, Id.Supp.874(lyr.), Hdt.2.41,96,179, PHib.100.13(iii B.C.), Procop.Aed.1.6; βάρβαροι βάριδες E.IA297(lyr.); of Odysseus' raft, Lyc.747.    2 later, large house, tower, LXX Ps. 44(45).8,Da.8.2,al.,J.ll.cc., Kalinka Antike Denkmälerin Bulgarien 142 (Apollonia, ii A.D.); λέγεται β. ἡ οἰκία, ὡς Ποσείδιππος, καὶ ἡ συνοικία ὡς Ἔφορος St.Byz. (Egyptian word.)

German (Pape)

[Seite 433] ιδος, ion. ιος, E. Gud. εως, ἡ, 1) ein ägyptisches Fahrzeug, eine Art Floß, Her. 2, 41. 96; vgl. Aesch. Pers. 545. 1031 Suppl. 816; öfter von persischen u. ägyptischen Schiffen; βάρβαροι Eur. I. A. 297; νεκύων Zon. 7 (VII, 365), wo es übh. Kahn bedeutet, u. womit D. Sic. 1, 92 u. Plut. Is. et Os. 18 zu vgl. – 2) Bei Sp. ein großes Haus, Thurm, bes. LXX.; nach E. M. Steine zum Fundament. Das Wort scheint ägyptisch zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

βᾶρις: -ιδος, Ἰων. ιος, ἡ: πληθ. βάρεις Ἑβδ., Ἰων. βάρῑς, Ἡρόδ. 2. 41· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι Αἰσχ. Πέρσ. 554: - πλοῖον μὲ πυθμένα εὐρύν, ἐπίπεδον, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 874, Ἡρόδ. 2. 41, 96, 179· βάρβαροι βάριδες Εὐρ. Ι. Α. 297· ἴδε ἀμφίστροφος, 2) μεταφ., μεγάλη οἰκία, πύργος, ἀνάκτορον, Ἑβδ. (ψαλ. μδ΄, 9, Δαν. θ, 1 κ. ἀλλ.)· πρβλ. Βαλκ. Ἀμμων. σ. 44, Sturz Μακ. Διαλέκτ. σ. 89, καὶ ἴδε πυργόβαρις.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
barque égyptienne ou persane à fond plat.
Étymologie: mot égyptien.