ἀποδιορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδιορίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]] εἰς μέρη, [[προσδιορίζω]], Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., [[ἀποχωρίζω]], οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.
|lstext='''ἀποδιορίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]] εἰς μέρη, [[προσδιορίζω]], Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., [[ἀποχωρίζω]], οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.
}}
{{bailly
|btext=délimiter ; séparer, diviser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[διορίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιορίζω Medium diacritics: ἀποδιορίζω Low diacritics: αποδιορίζω Capitals: ΑΠΟΔΙΟΡΙΖΩ
Transliteration A: apodiorízō Transliteration B: apodiorizō Transliteration C: apodiorizo Beta Code: a)podiori/zw

English (LSJ)

   A mark off by dividing or defining, Arist.Pol.1290b26; (sc. ἑαυτούς) Ep.Jud.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιορίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποχωρίζω, ἀποχωρίζω εἰς μέρη, προσδιορίζω, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., ἀποχωρίζω, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.

French (Bailly abrégé)

délimiter ; séparer, diviser.
Étymologie: ἀπό, διορίζω.