περιυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιυβρίζω''': κακῶς μεταχειρίζομαι, [[προσβάλλω]] ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ [[ταῦτα]] π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.
|lstext='''περιυβρίζω''': κακῶς μεταχειρίζομαι, [[προσβάλλω]] ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ [[ταῦτα]] π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.
}}
{{bailly
|btext=traiter indignement, outrager grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιυβρίζω Medium diacritics: περιυβρίζω Low diacritics: περιυβρίζω Capitals: ΠΕΡΙΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: periubrízō Transliteration B: periubrizō Transliteration C: periyvrizo Beta Code: periubri/zw

English (LSJ)

   A insult wantonly, τινα Hdt.5.91, J.AJ7.6.1, Jul.Or.5.159a, etc.; τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ar.V.1319, cf. Th.535 ; τὰ θεῖα π. Plu.Cam.18 :—Pass., to be so treated, πρός or ὑπό τινος, Hdt.2.152, 4.159 ; ὧδε or ταῦτα π., Id.1.114, 3.137 ; οἷα π. Ar.Eq.727; ψυχὴ ὑπὸ λαιμαργίας π. Ph.1.488.

German (Pape)

[Seite 598] das verstärkte ὑβρίζω, sehr mißhandeln, sehr verhöhnen; τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει, Ar. Vesp. 1319, wo die Erkl. σκώπτων ἀγροίκως folgt; vgl. Thesm. 535; oft Her. im pass., 1, 114. 2, 152 u. sonst, ταῦτα περιυβρίσθαι 3, 137; ἃ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, Luc. bis accus. 33; δούλους, Plut. de educ. lib. 10.

Greek (Liddell-Scott)

περιυβρίζω: κακῶς μεταχειρίζομαι, προσβάλλω ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ ταῦτα π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.

French (Bailly abrégé)

traiter indignement, outrager grossièrement.
Étymologie: περί, ὑβρίζω.