διαβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβιάζομαι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βιάζομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1365· ἐπὶ φυτῶν, [[ἐκβιάζω]] τὴν ἔξοδόν μου διὰ τοῦ ἐδάφους, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 17, 7.
|lstext='''διαβιάζομαι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βιάζομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1365· ἐπὶ φυτῶν, [[ἐκβιάζω]] τὴν ἔξοδόν μου διὰ τοῦ ἐδάφους, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 17, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διεβιασάμην;<br />forcer, contraindre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βιάζομαι.
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβῐάζομαι Medium diacritics: διαβιάζομαι Low diacritics: διαβιάζομαι Capitals: ΔΙΑΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diabiázomai Transliteration B: diabiazomai Transliteration C: diaviazomai Beta Code: diabia/zomai

English (LSJ)

strengthd. for βιάζομαι, E.IT1365, LXX Nu.14.44;

   A δ. τὴν ἀσθένειαν τῇ συνηθείᾳ τῇ πρὸ τοῦ Plb.23.12.2; of plants, penetrate the soil in germination, Thphr.CP2.17.7.

Greek (Liddell-Scott)

διαβιάζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βιάζομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1365· ἐπὶ φυτῶν, ἐκβιάζω τὴν ἔξοδόν μου διὰ τοῦ ἐδάφους, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 17, 7.

French (Bailly abrégé)

ao. διεβιασάμην;
forcer, contraindre, acc..
Étymologie: διά, βιάζομαι.