κεφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφᾰλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κεφαλή]], μικρὰ [[κεφαλή]], «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ [[κιονόκρανον]], Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = [[κρόσσαι]], Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. [[μέρος]] πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = [[κεροίαξ]], Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).
|lstext='''κεφᾰλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κεφαλή]], μικρὰ [[κεφαλή]], «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ [[κιονόκρανον]], Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = [[κρόσσαι]], Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. [[μέρος]] πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = [[κεροίαξ]], Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> petite tête, gousse d’ail;<br /><b>2</b> couvre-chef, chapeau.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλίς Medium diacritics: κεφαλίς Low diacritics: κεφαλίς Capitals: ΚΕΦΑΛΙΣ
Transliteration A: kephalís Transliteration B: kephalis Transliteration C: kefalis Beta Code: kefali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of κεφαλή,

   A little head, σκορόδου Luc.DMeretr.14.3; head of a nail, Ath.11.488c; extremity, τῶν σκυταλίδων Antyll. ap. Orib.44.23.74.    II capital of a column, Ph.2.147, Chor.p.118 B.(pl.), PLond. 3.755v6 (iv A.D.), Gp.14.6.6 (pl.): pl., = κρόσσαι, Eust.903.6.    III toe-cap of a shoe, Arist.Rh.1392a31, cf. Anon.ad loc.; of the foot of a table, Aristeas 68.    IV rope attached to the bow of a ship, Polyaen. 3.9.38 (pl.).    V κ. βιβλίου roll, LXX Ez.2.9, Ps.38(39).8, al.

German (Pape)

[Seite 1428] ίδος, ἡ, dim. von κεφαλή, das Köpfchen, z. B. σκορόδου Luc. D. Meretr. 14; – Kopfbedeckung, Arist. rhet. 2, 19. – Das Kopfende, der Anfang, βιβλίου, N. T. – Ein Tau = κεροίαξ, Polyaen. 3, 9, 38. – Von den Kapitälen der Säulen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κεφαλή, μικρὰ κεφαλή, «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ κιονόκρανον, Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = κρόσσαι, Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. μέρος πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = κεροίαξ, Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petite tête, gousse d’ail;
2 couvre-chef, chapeau.
Étymologie: κεφαλή.