θρυμματίς: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρυμμᾰτίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· [[σκεύασμα]] διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.
|lstext='''θρυμμᾰτίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· [[σκεύασμα]] διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte de compote.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρυμμᾰτίς Medium diacritics: θρυμματίς Low diacritics: θρυμματίς Capitals: ΘΡΥΜΜΑΤΙΣ
Transliteration A: thrymmatís Transliteration B: thrymmatis Transliteration C: thrymmatis Beta Code: qrummati/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a sort of cake, Antiph.183.4, Philox.2.18, Luc. Lex.6.

German (Pape)

[Seite 1220] ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.

Greek (Liddell-Scott)

θρυμμᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· σκεύασμα διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de compote.
Étymologie: θρύπτω.