τραχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχύστομος''': -ον, ὁ [[τραχέως]] ὁμιλῶν ἢ προφέρων, Στράβ. 662, [[ἔνθα]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[παχύστομος]], καὶ ἐν τῇ αὐτῇ σελίδι φέρεται παχυστομέω, παχυστομία, [[ὅπερ]] ὁ Εὐστ. 367. 29 καὶ 34 μνημονεύει ὡς τραχύστ-.
|lstext='''τρᾱχύστομος''': -ον, ὁ [[τραχέως]] ὁμιλῶν ἢ προφέρων, Στράβ. 662, [[ἔνθα]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[παχύστομος]], καὶ ἐν τῇ αὐτῇ σελίδι φέρεται παχυστομέω, παχυστομία, [[ὅπερ]] ὁ Εὐστ. 367. 29 καὶ 34 μνημονεύει ὡς τραχύστ-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la prononciation est rude.<br />'''Étymologie:''' [[τραχύς]], [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχύστομος Medium diacritics: τραχύστομος Low diacritics: τραχύστομος Capitals: ΤΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: trachýstomos Transliteration B: trachystomos Transliteration C: trachystomos Beta Code: traxu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A of rough speech or pronunciation, Str.14.2.28, where he couples it with παχύστομος, and in the same paragraph he writes παχυστομέω (τραχυστομέω cod. E, and so it is cited in Eust.367.29), παχυστομία.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύστομος: -ον, ὁ τραχέως ὁμιλῶν ἢ προφέρων, Στράβ. 662, ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ παχύστομος, καὶ ἐν τῇ αὐτῇ σελίδι φέρεται παχυστομέω, παχυστομία, ὅπερ ὁ Εὐστ. 367. 29 καὶ 34 μνημονεύει ὡς τραχύστ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la prononciation est rude.
Étymologie: τραχύς, στόμα.