ἀγρώσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγρώσσω''': Ἐπ. ἀντὶ [[ἀγρεύω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[συλλαμβάνω]]· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· [[συχν]]. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., [[ἐξέρχομαι]] ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565. | |lstext='''ἀγρώσσω''': Ἐπ. ἀντὶ [[ἀγρεύω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[συλλαμβάνω]]· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· [[συχν]]. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., [[ἐξέρχομαι]] ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />chasser, pêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for ἀγρεύω, only in pres.,
A catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.