ἀδιάβλητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάβλητος''': -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς [[συκοφαντίας]], ἡ τῶν ἀγαθῶν [[φιλία]] ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· [[ἀνύποπτος]] καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536. | |lstext='''ἀδιάβλητος''': -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς [[συκοφαντίας]], ἡ τῶν ἀγαθῶν [[φιλία]] ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· [[ἀνύποπτος]] καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inattaquable, irréprochable;<br /><b>2</b> non atteint par la délation.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not listening to calumny, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀ. ἐστι Arist.EN1157a21; ἀνύποπτος καὶ ἀ. Plu.Brut.8. II unexceptionable, φιλοπονία ἕξις ἀ. πρὸς πόνον Pl.Def.412c; τοῖς βίοις ἀ. Plu.2.4b; τὰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀ. App.Sam.4.4. Adv. -τως Just.Nov.137.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάβλητος: -ον, ὁ μὴ προσέχων εἰς συκοφαντίας, ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀδ. ἐστι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 4, 3, πρβλ. 8. 6, 7· ἀνύποπτος καὶ ἀδ., Πλουτ. Βροῦτ. 8. - Ἐπιρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 536.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inattaquable, irréprochable;
2 non atteint par la délation.
Étymologie: ἀ, διαβάλλω.