ἀδηλέω: Difference between revisions
From LSJ
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδηλέω''': ([[ἄδηλος]]) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ [[περί]] τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ [[ἀφανής]], [[λείπω]], Ἱππ. 590. 17. | |lstext='''ἀδηλέω''': ([[ἄδηλος]]) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ [[περί]] τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ [[ἀφανής]], [[λείπω]], Ἱππ. 590. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être incertain de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄδηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἄδηλος)
A to be in the dark about a thing, understand not, σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι S.OC35: —Pass., to be obscure, Ph.2.42,al., S.E.M.11.233, cf. 7.393; fail to appear, ἐπιμήνια-εύμενα Hp.Mul.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλέω: (ἄδηλος) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ περί τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι σκοτεινός, ἀσαφής, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ ἀφανής, λείπω, Ἱππ. 590. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être incertain de, gén..
Étymologie: ἄδηλος.