ἀδελφή: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδελφή''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀδελφός]], παρὰ τοῖς Τραγ., κτλ. Ἰων. ἀδελφεή, Ἡρόδ. 2. 56, καὶ ἀλλ.· - Ἐπ. ἀδελφειή, Κόϊντ. Σμυρ. 1. 30, Ἀνθ., - Δωρ. [[ἀδελφεά]], Πινδ. Ν. 7, 5. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Σοφ. Ο. Τ. 160, Ο. Κ. 535. 2) ἀδελφὴ (ὅ ἐ. Χριστιανή). Πρὸς Ρωμ. ιϛ, 1.
|lstext='''ἀδελφή''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀδελφός]], παρὰ τοῖς Τραγ., κτλ. Ἰων. ἀδελφεή, Ἡρόδ. 2. 56, καὶ ἀλλ.· - Ἐπ. ἀδελφειή, Κόϊντ. Σμυρ. 1. 30, Ἀνθ., - Δωρ. [[ἀδελφεά]], Πινδ. Ν. 7, 5. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Σοφ. Ο. Τ. 160, Ο. Κ. 535. 2) ἀδελφὴ (ὅ ἐ. Χριστιανή). Πρὸς Ρωμ. ιϛ, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />sœur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀδελφός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κασιγνήτη]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδελφή Medium diacritics: ἀδελφή Low diacritics: αδελφή Capitals: ΑΔΕΛΦΗ
Transliteration A: adelphḗ Transliteration B: adelphē Transliteration C: adelfi Beta Code: a)delfh/

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀδελφός,

   A sister, Trag., E Fr.866, etc.; ὁμοπατρία ἀ. Men.Georg.12, cf. PTeb.320.5 (ii A.D.): Ion. ἀδελφ-εή, Hdt.2.56, al.; Ep. ἀδελφ-ειή, Q.S.1.30; Dor. ἀδελφ-εά, Pi.N.7.4, and in lyr, passages of Trag., S.OT160, OC535.    2 kinswoman, LXX Jb.42.11.    3 term of endearment, Ca.4.9, To.5.21; applied to a wife, POxy.744.1 (i B. C.), etc.:—as a title, Βερενίκη ἡ ἀ. καὶ γυνὴ αὐτοῦ (of a cousin) OGI60.3 (iii B. C.):—sister (as a fellow Christian), Ep.Rom.16.1, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδελφή: ἡ, θηλ. τοῦ ἀδελφός, παρὰ τοῖς Τραγ., κτλ. Ἰων. ἀδελφεή, Ἡρόδ. 2. 56, καὶ ἀλλ.· - Ἐπ. ἀδελφειή, Κόϊντ. Σμυρ. 1. 30, Ἀνθ., - Δωρ. ἀδελφεά, Πινδ. Ν. 7, 5. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Σοφ. Ο. Τ. 160, Ο. Κ. 535. 2) ἀδελφὴ (ὅ ἐ. Χριστιανή). Πρὸς Ρωμ. ιϛ, 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
sœur.
Étymologie: cf. ἀδελφός.
Syn. κασιγνήτη.