οὐσιώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 12, Πλούτ. 2. 1085D, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 25D, Ὠριγέν. Ι, 516Β, κλ. | |lstext='''οὐσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 12, Πλούτ. 2. 1085D, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 25D, Ὠριγέν. Ι, 516Β, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />essentiel, substantiel.<br />'''Étymologie:''' [[οὐσία]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A essential, substantial, real, σύγκρισις Epicur.Nat.14.1, cf. Aret.SD 2.12, Plu.2.1085d, A.D.Synt.83.11, Plot.2.6.1; οὐ. νόησις Id.5.3.5: Comp., Id.6.6.8. Adv. -δῶς Hero *Deff.136.2, Syrian.in Metaph.147.31, etc.
German (Pape)
[Seite 420] ες, wesenartig, substantiell, Sp., wie Iambl.; Hermog. de pas. 2.
Greek (Liddell-Scott)
οὐσιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 12, Πλούτ. 2. 1085D, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 25D, Ὠριγέν. Ι, 516Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
essentiel, substantiel.
Étymologie: οὐσία, -ωδης.