μυριόδους: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόδους''': -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, [[πρίων]] Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, [[ἐλέφας]] Ἀνθ. Π. 9. 285.
|lstext='''μῡριόδους''': -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, [[πρίων]] Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, [[ἐλέφας]] Ἀνθ. Π. 9. 285.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />aux dents énormes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόδους Medium diacritics: μυριόδους Low diacritics: μυριόδους Capitals: ΜΥΡΙΟΔΟΥΣ
Transliteration A: myriódous Transliteration B: myriodous Transliteration C: myriodous Beta Code: murio/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.