Δώριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Δώριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον Πρατίν. 1. 19, Ἀριστ. Πολ. 3, 3, 8., 4. 3, 7, Πίνδ. Ο. 3. 9, κτλ.· -ἰδίως ἐπὶ τοῦ Δωρίου τρόπου τῆς μουσικῆς (πρβλ. Δωριστί), Ἀριστ. Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. | |lstext='''Δώριος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον Πρατίν. 1. 19, Ἀριστ. Πολ. 3, 3, 8., 4. 3, 7, Πίνδ. Ο. 3. 9, κτλ.· -ἰδίως ἐπὶ τοῦ Δωρίου τρόπου τῆς μουσικῆς (πρβλ. Δωριστί), Ἀριστ. Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />dorien.<br />'''Étymologie:''' [[Δωριεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pratin. Lyr.1.17, Arist.Pol.1276b9: —Dorian, Pi.O.3.5;
A ἁπλοῦν τε καὶ Δ. Plu.Lys.5, etc.; esp. of the Dorian mode in music, Arist.Pol.l.c., 1290a22.
Greek (Liddell-Scott)
Δώριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Πρατίν. 1. 19, Ἀριστ. Πολ. 3, 3, 8., 4. 3, 7, Πίνδ. Ο. 3. 9, κτλ.· -ἰδίως ἐπὶ τοῦ Δωρίου τρόπου τῆς μουσικῆς (πρβλ. Δωριστί), Ἀριστ. Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.