γεωγράφος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεωγράφος''': [ᾰ], -ον, (γῆ, [[γράφω]]) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ [[γεωγράφος]], ὁ Στράβων, [[συχν]]. παρ᾿ Εὐστ.
|lstext='''γεωγράφος''': [ᾰ], -ον, (γῆ, [[γράφω]]) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ [[γεωγράφος]], ὁ Στράβων, [[συχν]]. παρ᾿ Εὐστ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />géographe.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 488] erdbeschreibend, ὁ, der Geograph; so heißt bes. Strabo bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

γεωγράφος: [ᾰ], -ον, (γῆ, γράφω) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ γεωγράφος, ὁ Στράβων, συχν. παρ᾿ Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géographe.
Étymologie: γῆ, γράφω.