λιθόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθόω''': εἰς λίθον [[μεταβάλλω]], Νικήτ. Εὐγεν. 5. 205· -σπανιώτατα ἐν χρήσει εἰ μὴ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἀπολιθοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29, π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 21· ἀπροσ. λιθοῦται, συμβαίνει [[ἀπολίθωσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 24. 11.
|lstext='''λῐθόω''': εἰς λίθον [[μεταβάλλω]], Νικήτ. Εὐγεν. 5. 205· -σπανιώτατα ἐν χρήσει εἰ μὴ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἀπολιθοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29, π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 21· ἀπροσ. λιθοῦται, συμβαίνει [[ἀπολίθωσις]], ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 24. 11.
}}
{{bailly
|btext=changer en pierre, pétrifier.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[πετρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόω Medium diacritics: λιθόω Low diacritics: λιθόω Capitals: ΛΙΘΟΩ
Transliteration A: lithóō Transliteration B: lithoō Transliteration C: lithoo Beta Code: liqo/w

English (LSJ)

only in Pass. λιθόομαι,

   A to be petrified, Arist.PA641a21, GA 783a28, Plu.2.577f, Luc.Asin.4: impers., λιθοῦται petrifaction takes place, Arist.Pr.937a17.    2 λελιθωμένον, prob. = λιθόστρωτον, Poll. 7.121.

German (Pape)

[Seite 46] in Stein verwandeln, versteinern, bes. pass., ἀκάνθας σκληρὰς καὶ λελιθωμένας Arist. gen. anim. 5, 3; part. an. 1, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόω: εἰς λίθον μεταβάλλω, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 205· -σπανιώτατα ἐν χρήσει εἰ μὴ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἀπολιθοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29, π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 21· ἀπροσ. λιθοῦται, συμβαίνει ἀπολίθωσις, ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 24. 11.

French (Bailly abrégé)

changer en pierre, pétrifier.
Étymologie: λίθος.
Par. πετρόω.