ταγεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾱγεύω''': εἶμαι [[ταγός]], [[ἤτοι]] ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., [[τάσσω]], [[παραγγέλλω]] νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι [[τάχος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 58.
|lstext='''τᾱγεύω''': εἶμαι [[ταγός]], [[ἤτοι]] ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., [[τάσσω]], [[παραγγέλλω]] νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι [[τάχος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 58.
}}
{{bailly
|btext=commander, diriger, conduire ; <i>Pass.</i> avoir pour commandant, pour chef;<br /><i><b>Moy.</b></i> ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.<br />'''Étymologie:''' [[ταγός]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγεύω Medium diacritics: ταγεύω Low diacritics: ταγεύω Capitals: ΤΑΓΕΥΩ
Transliteration A: tageúō Transliteration B: tageuō Transliteration C: tageyo Beta Code: tageu/w

English (LSJ)

   A to be ταγός or chief of Thessaly, X.HG6.1.19:—Pass., to be united under one ταγός, ib.6.1.8.    2 to be chief of a phratria, Schwyzer 323 A 1, B 31,33 (Delph., iv B.C.).    3 to be magistrate of a Thessalian town, IG9(2).517.24 (Larissa, iii B.C.), 531.2 (Thess., i B.C.).    II Med., let soldiers be posted or stationed, ἄνδρας ἀρίστους . . πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι A.Th.58.

German (Pape)

[Seite 1063] beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγεύω: εἶμαι ταγός, ἤτοι ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., τάσσω, παραγγέλλω νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Αἰσχύλ. Θήβ. 58.

French (Bailly abrégé)

commander, diriger, conduire ; Pass. avoir pour commandant, pour chef;
Moy. ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.
Étymologie: ταγός.