μεγαλίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλίζομαι''': παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, [[μηδὲ]] μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι [[μεγαλίζομαι]] Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ. | |lstext='''μεγᾰλίζομαι''': παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, [[μηδὲ]] μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι [[μεγαλίζομαι]] Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impér.</i> 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;<br />se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A to be exalted, bear oneself proudly, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Il.10.69; οὔτ' ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ' ἀθερίζω Od.23.174.—Ep. word.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλίζομαι: παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι μεγαλίζομαι Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ.
French (Bailly abrégé)
impér. 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;
se vanter.
Étymologie: μέγας.