συναπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπόλλῡμι''': ἀπολλύω, [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, [[καταστρέφω]] τοὺς φίλους μου μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.
|lstext='''συναπόλλῡμι''': ἀπολλύω, [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, [[καταστρέφω]] τοὺς φίλους μου μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]], Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συναπώλεσα;<br />perdre, faire périr <i>ou</i> détruire avec soi : τινα qqn ; τινί [[τι]] une chose avec une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναπόλλυμαι (<i>ao.2</i> συναπωλόμην) être perdu <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπόλλῡμι Medium diacritics: συναπόλλυμι Low diacritics: συναπόλλυμι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: synapóllymi Transliteration B: synapollymi Transliteration C: synapollymi Beta Code: sunapo/llumi

English (LSJ)

   A destroy together, μετά τινος Antipho 5.82; σ. τοὺς φίλους destroy one's friends as well as oneself, Th.6.12; συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Hyp.Lyc.19; σ. τὰ Χρήματα lose the money also, D.34.2; τινί τι one thing with another, Plu.Cat.Mi. 38:—Pass., perish together, Th.2.60, Lys.12.88: c. dat., Hdt.7.221, Pl.Criti.121a, Ep.Hebr.11.31.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich vernichten, tödten; Her. 7, 221; aor., Antiph. 5, 82; Thuc. 2, 60. – Med. mit umkommen, sterben, τοῖς κακοῖς συναπόλλυσθαι, Plat. Lys. 221 b Critia 121 a; Lys. 12, 88; Dem. 59, 95.

Greek (Liddell-Scott)

συναπόλλῡμι: ἀπολλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 139. 7· σ. τοὺς φίλους, καταστρέφω τοὺς φίλους μου μετ’ ἐμαυτοῦ, Θουκ. 6. 12· συνηγόρους καλεῖν τοὺς συναπολοῦντάς τινα Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 15· σ. τὰ χρήματα, χάνω ὁμοίως καὶ τὰ χρήματα, Δημ. 907. 14· τινί τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 38. ― Παθ., ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ, Θουκ. 2. 60, Λυσί. 128. 20· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 221, Πλάτ. Κριτί. 121Α.

French (Bailly abrégé)

ao. συναπώλεσα;
perdre, faire périr ou détruire avec soi : τινα qqn ; τινί τι une chose avec une autre;
Moy. συναπόλλυμαι (ao.2 συναπωλόμην) être perdu ou périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπόλλυμι.