μετακινητός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακῑνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ [[ὁμολογία]] Θουκ. 5. 21.
|lstext='''μετακῑνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ [[ὁμολογία]] Θουκ. 5. 21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑνητός Medium diacritics: μετακινητός Low diacritics: μετακινητός Capitals: ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: metakinētós Transliteration B: metakinētos Transliteration C: metakinitos Beta Code: metakinhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.