ἀτιμητέον: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτιμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ [[ὄνειδος]], τοὺς συκοφαντοῦντας [[ἀτιμητέον]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).
|lstext='''ἀτιμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ [[ὄνειδος]], τοὺς συκοφαντοῦντας [[ἀτιμητέον]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἀτιμάω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμητέον Medium diacritics: ἀτιμητέον Low diacritics: ατιμητέον Capitals: ΑΤΙΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: atimētéon Transliteration B: atimēteon Transliteration C: atimiteon Beta Code: a)timhte/on

English (LSJ)

   A one must hold in disesteem, συκοφάντας Isoc.15.175.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτιμητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ ὄνειδος, τοὺς συκοφαντοῦντας ἀτιμητέον Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἀτιμάω.