ἀποβλητέος: Difference between revisions
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβλητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποβάλλω]], ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18. | |lstext='''ἀποβλητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποβάλλω]], ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀποβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18. II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.