πρόρριζος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]), ἐκ τῆς ῥίζης, [[μετὰ]] τῆς ῥίζης, παντελῶς, ἄρδην, Λατ. radicitus, funditus, θάμνοι πρ. πίπτουσι Ἰλ. Λ. 157., Ξ. 415· οὕτω, πολλοὺς ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Ἡρόδ. 1. 32· ἐτελεύτησε πρ. ὁ αὐτ. 3. 40· Ζεύς σ’... πρ. ἐκτρίψειεν Εὐρ. Ἱππ. 684, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 86, 4· πρ. ἔφθαρται γένος Σοφ. Ἠλ. 765, πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 7· δαιμόνων ἱδρύματα πρ. ἐξανέστραπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· δίφρων πρ. ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· πρ. [[αὐτός]]... ἀπολοίμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 587· ― οὐδ. πρόρριζον, ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Λυκόφρ. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόρριζον· σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον». | |lstext='''πρόρριζος''': -ον, ([[ῥίζα]]), ἐκ τῆς ῥίζης, [[μετὰ]] τῆς ῥίζης, παντελῶς, ἄρδην, Λατ. radicitus, funditus, θάμνοι πρ. πίπτουσι Ἰλ. Λ. 157., Ξ. 415· οὕτω, πολλοὺς ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Ἡρόδ. 1. 32· ἐτελεύτησε πρ. ὁ αὐτ. 3. 40· Ζεύς σ’... πρ. ἐκτρίψειεν Εὐρ. Ἱππ. 684, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 86, 4· πρ. ἔφθαρται γένος Σοφ. Ἠλ. 765, πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 7· δαιμόνων ἱδρύματα πρ. ἐξανέστραπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· δίφρων πρ. ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· πρ. [[αὐτός]]... ἀπολοίμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 587· ― οὐδ. πρόρριζον, ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Λυκόφρ. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόρριζον· σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />arraché avec la racine ; <i>adv.</i> • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; <i>fig.</i> arraché jusqu’à la racine <i>en parl. de pers., de races, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ῥίζα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ῥίζα)
A by the roots, root and branch, utterly, θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32; κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86.δ ; π. ἔφθαρται γένος S.El.765; [γένος] οἴχεται π. And.1.146; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812; δίφρων π. ἐκριφθείς S.El.512 (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην Ar.Ra.587: neut. πρόρριζον as Adv., Arist.HA616a2 (prob.l.), Lyc.214.
Greek (Liddell-Scott)
πρόρριζος: -ον, (ῥίζα), ἐκ τῆς ῥίζης, μετὰ τῆς ῥίζης, παντελῶς, ἄρδην, Λατ. radicitus, funditus, θάμνοι πρ. πίπτουσι Ἰλ. Λ. 157., Ξ. 415· οὕτω, πολλοὺς ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Ἡρόδ. 1. 32· ἐτελεύτησε πρ. ὁ αὐτ. 3. 40· Ζεύς σ’... πρ. ἐκτρίψειεν Εὐρ. Ἱππ. 684, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 86, 4· πρ. ἔφθαρται γένος Σοφ. Ἠλ. 765, πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 7· δαιμόνων ἱδρύματα πρ. ἐξανέστραπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· δίφρων πρ. ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· πρ. αὐτός... ἀπολοίμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 587· ― οὐδ. πρόρριζον, ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Λυκόφρ. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόρριζον· σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
arraché avec la racine ; adv. • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; fig. arraché jusqu’à la racine en parl. de pers., de races, etc.
Étymologie: πρό, ῥίζα.