ἔρρινον: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρρῑνον''': ἢ ἔνρινον, τό, (ἐν, ῥίς), φάρμακόν τι πταρμικόν, ἐπιφέρον πταρμόν: «ἀπὸ δὲ τῆς ῥινὸς παρὰ Παυσανίᾳ ἔνρινον [[ἴσως]] καὶ [[ἔρρινον]] διὰ δύο ρ, ἄρωμα ᾧ τὰς ῥῖνας, φησίν, ἐνεχρίοντο» Εὐστ. 950. 1. | |lstext='''ἔρρῑνον''': ἢ ἔνρινον, τό, (ἐν, ῥίς), φάρμακόν τι πταρμικόν, ἐπιφέρον πταρμόν: «ἀπὸ δὲ τῆς ῥινὸς παρὰ Παυσανίᾳ ἔνρινον [[ἴσως]] καὶ [[ἔρρινον]] διὰ δύο ρ, ἄρωμα ᾧ τὰς ῥῖνας, φησίν, ἐνεχρίοντο» Εὐστ. 950. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />remède pour le nez.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ῥίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (ἐν, ῥίς)
A sternutatory medicine, Antyll. ap. Orib.8.13.1. II as Adj., ἔ. ἄλευρον Archig. ap. Aët.6.28 ; ἔ. φάρμακα Gal. 11.769, 12.30, al.:—written ἔνρινον, Paus.Gr.Fr.166.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρρῑνον: ἢ ἔνρινον, τό, (ἐν, ῥίς), φάρμακόν τι πταρμικόν, ἐπιφέρον πταρμόν: «ἀπὸ δὲ τῆς ῥινὸς παρὰ Παυσανίᾳ ἔνρινον ἴσως καὶ ἔρρινον διὰ δύο ρ, ἄρωμα ᾧ τὰς ῥῖνας, φησίν, ἐνεχρίοντο» Εὐστ. 950. 1.