τρισκοπάνιστος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισκοπάνιστος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]], τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, [[οὐδέ]] με λήθει ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]] ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος. | |lstext='''τρισκοπάνιστος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]], τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, [[οὐδέ]] με λήθει ἄρτος [[τρισκοπάνιστος]] ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />fait de farine moulue trois fois, <i>càd</i> de la plus fine farine.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κοπανίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A thrice-struck or -stamped, ἄρτος τ. thrice-kneaded, i. e. fine, bread, Batr.35.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.