καλινδέομαι: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰλινδέομαι''': ἀποθ. μόνον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν τῆς μετοχ. ἀορ. καλινδηθεὶς ἐν Συνεσ. Ἐπιστ. 32), διαφέρον ἀπὸ τοῦ κυλινδέομαι μόνον κατ’ ἦχον (πρβλ. [[ἀλινδέω]])· κυλίομαι, Λατ. volutari, ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο Ἡροδ. 3. 52· ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ προσβληθέντων, Θουκ. 2. 52· ἐπὶ πτηνῶν, καλ. ἐν τῇ γῇ, καλ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5., 9. 7, 2· ῥεύμασι Πλουτ. Τιμολ. 28· ― μεταφ., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλ. Δημ. 403. 19· [[ἐντεῦθεν]], συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, [[διέρχομαι]] τὰς ὥρας ἐν τινι, [[διατρίβω]], Λατ. versari in aliqua re, ἐν τῷ πειρᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5 (ἀλλ. κυλινδέομαι)· περὶ τὰ δικαστήρια καλινδεῖσθαι Ἰσοκρ. 295Β· καλ. ἐπὶ τοῦ βήματος, Δατ. in foro versari, ὁ αὐτ. 98C (Βεκκῆρος κυλ-)· ἐν ἀγοραῖς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 27· καπηλείοις Συνέσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''κᾰλινδέομαι''': ἀποθ. μόνον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν τῆς μετοχ. ἀορ. καλινδηθεὶς ἐν Συνεσ. Ἐπιστ. 32), διαφέρον ἀπὸ τοῦ κυλινδέομαι μόνον κατ’ ἦχον (πρβλ. [[ἀλινδέω]])· κυλίομαι, Λατ. volutari, ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο Ἡροδ. 3. 52· ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ προσβληθέντων, Θουκ. 2. 52· ἐπὶ πτηνῶν, καλ. ἐν τῇ γῇ, καλ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5., 9. 7, 2· ῥεύμασι Πλουτ. Τιμολ. 28· ― μεταφ., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλ. Δημ. 403. 19· [[ἐντεῦθεν]], συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, [[διέρχομαι]] τὰς ὥρας ἐν τινι, [[διατρίβω]], Λατ. versari in aliqua re, ἐν τῷ πειρᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5 (ἀλλ. κυλινδέομαι)· περὶ τὰ δικαστήρια καλινδεῖσθαι Ἰσοκρ. 295Β· καλ. ἐπὶ τοῦ βήματος, Δατ. in foro versari, ὁ αὐτ. 98C (Βεκκῆρος κυλ-)· ἐν ἀγοραῖς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 27· καπηλείοις Συνέσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés., impf.</i> ἐκαλινδούμην <i>et ao. Pass.</i> ἐκαλινδήθην;<br />se rouler : [[ἐν]] ταῖς ὁδοῖς THC dans les rues ; <i>p. ext.</i> tourner, aller et venir sans cesse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυλινδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
only in pres. and impf.,
A = κυλινδέομαι (q. v.), roll about, wallow, ἀποθνῄσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, of plaguestricken persons, Th.2.52; of birds, κ. ἐν τῇ γῇ, κ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν, Arist.HA612a20,b24; <ἐν> ῥεύμασι Plu.Tim.28; ἐπὶ ἐλαίου, as a form of exercise, Gal.6.220, cf. 324; roam, κατὰ τὰς νάπας X. An.5.2.31; ἐν τῇσι στοιῇσι Hdt.3.52: metaph., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις κ. D.19.199: hence, to be continually busy with, pass one's time in a thing, ἐν τῷ πειρᾶσθαι X.Cyr.1.4.5 (v.l. κυλινδ-) ; περὶ τὰς ἔριδας, περὶ τὰ δικαστήρια, Isoc.13.20, 15.30; κ. ἐπὶ τοῦ βήματος Id.5.81 (v.l. κυλ-) ; ἐν ἀγοραῖς S.E.M.2.27.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλινδέομαι: ἀποθ. μόνον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν τῆς μετοχ. ἀορ. καλινδηθεὶς ἐν Συνεσ. Ἐπιστ. 32), διαφέρον ἀπὸ τοῦ κυλινδέομαι μόνον κατ’ ἦχον (πρβλ. ἀλινδέω)· κυλίομαι, Λατ. volutari, ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο Ἡροδ. 3. 52· ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ προσβληθέντων, Θουκ. 2. 52· ἐπὶ πτηνῶν, καλ. ἐν τῇ γῇ, καλ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5., 9. 7, 2· ῥεύμασι Πλουτ. Τιμολ. 28· ― μεταφ., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλ. Δημ. 403. 19· ἐντεῦθεν, συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, διέρχομαι τὰς ὥρας ἐν τινι, διατρίβω, Λατ. versari in aliqua re, ἐν τῷ πειρᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5 (ἀλλ. κυλινδέομαι)· περὶ τὰ δικαστήρια καλινδεῖσθαι Ἰσοκρ. 295Β· καλ. ἐπὶ τοῦ βήματος, Δατ. in foro versari, ὁ αὐτ. 98C (Βεκκῆρος κυλ-)· ἐν ἀγοραῖς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 27· καπηλείοις Συνέσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. prés., impf. ἐκαλινδούμην et ao. Pass. ἐκαλινδήθην;
se rouler : ἐν ταῖς ὁδοῖς THC dans les rues ; p. ext. tourner, aller et venir sans cesse.
Étymologie: cf. κυλινδέω.