ἀποσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκευάζω''': μέλλ. -άσω, ἀφαιρῶ τι, τὴν ὀροφὴν Λυκοῦργ. 166. 9. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δένω εἰς δέματα τὰς ἀποσκευάς, [[ἑτοιμάζω]] αὐτὰς πρὸς μετακόμισιν, Πολύβ. 2. 2, 26, κτλ. 2) ἐκποδὼν ποιοῦμαι , «ξεφορτώνομαί» τινα, [[μόνος]] τῶν [[πώποτε]] τυραννοκτόνων μιᾷ πληγῇ δύο πονηροὺς ἀποσκευασάμενος καὶ φονεύσας Λουκ. Τυρανν. 1, κ. ἀλλ. 3) = [[ἀποπατέω]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 91.
|lstext='''ἀποσκευάζω''': μέλλ. -άσω, ἀφαιρῶ τι, τὴν ὀροφὴν Λυκοῦργ. 166. 9. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δένω εἰς δέματα τὰς ἀποσκευάς, [[ἑτοιμάζω]] αὐτὰς πρὸς μετακόμισιν, Πολύβ. 2. 2, 26, κτλ. 2) ἐκποδὼν ποιοῦμαι , «ξεφορτώνομαί» τινα, [[μόνος]] τῶν [[πώποτε]] τυραννοκτόνων μιᾷ πληγῇ δύο πονηροὺς ἀποσκευασάμενος καὶ φονεύσας Λουκ. Τυρανν. 1, κ. ἀλλ. 3) = [[ἀποπατέω]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 91.
}}
{{bailly
|btext=démolir, enlever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 324] abpacken; bes. med., Gepäcke, Hindernisse fortschaffen, aus dem Wege räumen, Pol. 2, 26, 6; τὰ ἀπὸ τῆς χώρας 4, 81, 11; Dion. Hal. 9, 25 u. Sp.; τὰ ἐνοχλοῦντα Hdn. 4, 13, 9 u. Sp. – Nach Poll. 5, 91 = ἀποπατέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκευάζω: μέλλ. -άσω, ἀφαιρῶ τι, τὴν ὀροφὴν Λυκοῦργ. 166. 9. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δένω εἰς δέματα τὰς ἀποσκευάς, ἑτοιμάζω αὐτὰς πρὸς μετακόμισιν, Πολύβ. 2. 2, 26, κτλ. 2) ἐκποδὼν ποιοῦμαι , «ξεφορτώνομαί» τινα, μόνος τῶν πώποτε τυραννοκτόνων μιᾷ πληγῇ δύο πονηροὺς ἀποσκευασάμενος καὶ φονεύσας Λουκ. Τυρανν. 1, κ. ἀλλ. 3) = ἀποπατέω, Πολυδ. Ε΄, 91.

French (Bailly abrégé)

démolir, enlever.
Étymologie: ἀπό, σκευάζω.