γδοῦπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γδοῦπος''': γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἰλ. Λ. 45.
|lstext='''γδοῦπος''': γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἰλ. Λ. 45.
}}
{{bailly
|btext=v. [[δοῦπος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γδοῦπος Medium diacritics: γδοῦπος Low diacritics: γδούπος Capitals: ΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: gdoûpos Transliteration B: gdoupos Transliteration C: gdoypos Beta Code: gdou=pos

English (LSJ)

γδουπέω, poet. forms for δοῦπος, δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω)

   A, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.

Greek (Liddell-Scott)

γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.

French (Bailly abrégé)

v. δοῦπος.