ἀπαρίθμησις: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπᾰρίθμησις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, ὀνομάτων Θουκ. 5. 20· ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, Γρηγ. Ναζ. - Ὡσαύτως, ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, Ρήτορες (Walz) 7. 1027. - Ρημ. ἐπίθ. -ητέον Βυζ. | |lstext='''ἀπᾰρίθμησις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, ὀνομάτων Θουκ. 5. 20· ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, Γρηγ. Ναζ. - Ὡσαύτως, ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, Ρήτορες (Walz) 7. 1027. - Ρημ. ἐπίθ. -ητέον Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />dénombrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A counting over, ὀνομάτων Th. 5.20, cf. Alex.Aphr. in Top.425.8, Procl.in Prm.p.908 S., in Ti.1.15 D., al.:—Adj. ἀπᾰριθμ-ητικός, ή, όν, Sch.Hermog.Id. in Rh.7.1027 W.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, das Aufzählen, Thuc. 5, 20; Schol. Il. 1, 1 vom Schiffskatalog.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰρίθμησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, ὀνομάτων Θουκ. 5. 20· ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, Γρηγ. Ναζ. - Ὡσαύτως, ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, Ρήτορες (Walz) 7. 1027. - Ρημ. ἐπίθ. -ητέον Βυζ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dénombrement.
Étymologie: ἀπαριθμέω.