ἀκαλλής: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαλλής''': -ές, = [[ἄνευ]] θελγήτρων, [[σῶμα]], Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 48· γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. (ἄλλη γραφ. [[ἀκαμής]]), ὁ αὐτ. Προμ. 14.
|lstext='''ἀκαλλής''': -ές, = [[ἄνευ]] θελγήτρων, [[σῶμα]], Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 48· γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. (ἄλλη γραφ. [[ἀκαμής]]), ὁ αὐτ. Προμ. 14.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans beauté, sans charme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κάλλος]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλής Medium diacritics: ἀκαλλής Low diacritics: ακαλλής Capitals: ΑΚΑΛΛΗΣ
Transliteration A: akallḗs Transliteration B: akallēs Transliteration C: akallis Beta Code: a)kallh/s

English (LSJ)

ές,

   A without charms, γυνή Hp.Ep.15; σῶμα Luc.Hist. Conscr.48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀ. (v.l. ἀκαμής) Id.Prom.14; [ὕλη] ἀ. καὶ αἰσχρά Procl. in Alc.p.326 C.: Comp., Olymp. in Grg. p.243J.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλής: -ές, = ἄνευ θελγήτρων, σῶμα, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 48· γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. (ἄλλη γραφ. ἀκαμής), ὁ αὐτ. Προμ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans beauté, sans charme.
Étymologie: ἀ, κάλλος.