ἰξεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξεύτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἰξευτήρ]], ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), [[αὐτόθι]] 281Ε.
|lstext='''ἰξεύτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἰξευτήρ]], ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), [[αὐτόθι]] 281Ε.
}}
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f;<br />c.</i> [[ἰξευτηρία]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξεύτρια Medium diacritics: ἰξεύτρια Low diacritics: ιξεύτρια Capitals: ΙΞΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: ixeútria Transliteration B: ixeutria Transliteration C: ikseytria Beta Code: i)ceu/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἰξευτήρ, epith. of Τύχη, Plu.2.322f:—written ἰξευτηρία, ib.281e (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ (fem. zu ἰξευτήρ), Τύχη, = ἰξευτηρία, Plut. fort. Rom. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἰξευτήρ, ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), αὐτόθι 281Ε.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f;
c.
ἰξευτηρία.