καθαρίζω: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰθᾰρίζω''': ὡς καὶ νῦν, οὐαὶ ὑμῖν … ὅτι καθαρίζετε τὸ [[ἔξωθεν]] τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος Εὐαγγ. λ. Ματθ. κγ΄, 25· ποιῶ, καθιστῶ τι καθαρόν, ἃ ὁ θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 15. ΙΙ. [[καθαρίζω]], ἐξαγνίζω, ἀπὸ ἁμαρτίας Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΗ΄, 10)· ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ Κλήμ. Ἀλ. 539. - Παθ., [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ νόσου, θεραπεύομαι, [[θέλω]], καθαρίσθητι Εὐγγ. κ. Ματθ. η΄, 3· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, καθαρίζομαι, ἐξαλείφομαι, [[αὐτόθι]]· - μέσ. μέλλ. καθαριοῦμαι ἐν Ἱππ. 267, κατὰ τὸν Littré (8. 508). | |lstext='''κᾰθᾰρίζω''': ὡς καὶ νῦν, οὐαὶ ὑμῖν … ὅτι καθαρίζετε τὸ [[ἔξωθεν]] τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος Εὐαγγ. λ. Ματθ. κγ΄, 25· ποιῶ, καθιστῶ τι καθαρόν, ἃ ὁ θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 15. ΙΙ. [[καθαρίζω]], ἐξαγνίζω, ἀπὸ ἁμαρτίας Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΗ΄, 10)· ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ Κλήμ. Ἀλ. 539. - Παθ., [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ νόσου, θεραπεύομαι, [[θέλω]], καθαρίσθητι Εὐγγ. κ. Ματθ. η΄, 3· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, καθαρίζομαι, ἐξαλείφομαι, [[αὐτόθι]]· - μέσ. μέλλ. καθαριοῦμαι ἐν Ἱππ. 267, κατὰ τὸν Littré (8. 508). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=nettoyer, purifier ; déclarer rituellement pur SEPT.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ Ep.Hebr.9.14:—cleanse, θυσιαστήριον LXXEx.29.36, cf. Ev.Matt.23.25, Act.Ap.10.15; sift grain, PStrassb.2.11 (iii A.D.); prune away, περισσὰ βλαστήματα PLond.1.131r192 (i A.D.); clear ground of weeds, etc., PLips.111.12 (iv A.D.); keep a precinct clear, ἀπό τινων IG5(1).1390.37 (Andania, i B.C.):—in Med., fut. -ιοῦμαι, of the menses, Hp.Superf. 43. II of persons, purify, ἀπὸ ἁμαρτίας LXXSi.38.10; ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ 2 Ep.Cor.7.1; τὴν συνείδησιν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.9.14; cleanse from leprosy, Ev.Matt.8.2 (and in Pass., of the disease, ib.3):—Pass., -ιζέστω ἀπὸ γυναικός κτλ. IG22.1366.4, cf. 1365.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθᾰρίζω: ὡς καὶ νῦν, οὐαὶ ὑμῖν … ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος Εὐαγγ. λ. Ματθ. κγ΄, 25· ποιῶ, καθιστῶ τι καθαρόν, ἃ ὁ θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 15. ΙΙ. καθαρίζω, ἐξαγνίζω, ἀπὸ ἁμαρτίας Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΗ΄, 10)· ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ Κλήμ. Ἀλ. 539. - Παθ., γίνομαι καθαρός, ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ νόσου, θεραπεύομαι, θέλω, καθαρίσθητι Εὐγγ. κ. Ματθ. η΄, 3· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, καθαρίζομαι, ἐξαλείφομαι, αὐτόθι· - μέσ. μέλλ. καθαριοῦμαι ἐν Ἱππ. 267, κατὰ τὸν Littré (8. 508).
French (Bailly abrégé)
nettoyer, purifier ; déclarer rituellement pur SEPT.
Étymologie: καθαρός.