λήδανον: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λήδᾰνον''': ἢ [[λάδανον]], τό, τὸ [[κόμμι]] τοῦ θάμνου λήδου, [[εἶδος]] ἀρωματικῆς ῥητίνης, Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 107, Γαλην., κλ. (Ἴδε ἐν λέξ. [[κιννάμωμον]]). | |lstext='''λήδᾰνον''': ἢ [[λάδανον]], τό, τὸ [[κόμμι]] τοῦ θάμνου λήδου, [[εἶδος]] ἀρωματικῆς ῥητίνης, Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 107, Γαλην., κλ. (Ἴδε ἐν λέξ. [[κιννάμωμον]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />ladanum, <i>gomme aromatique de l’Orient</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάδανον]], DELG [[λῆδον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
or λάδᾰνον [λᾱ], τό, (lh=don)
A = κίσθος, gum-ladanum, τὸ λήδανον, τὸ καλέουσι Ἀράβιοι λάδανον Hdt.3.112, cf. 107, Hp.Mul.2.189, Plu.2.397a, Ruf. ap. Gal.12.425, Heraclid.ib.436, Gal.12.28, al., Wilcken Chr.273i15 (ii/iii A.D.). (λη- Hdt. ll.cc., Hp.l.c. (cod. opt.), Plu.l.c., also (in verse) Ruf. l.c.; λα- Heraclid., Gal., Wilcken Chr.ll.cc., v.l. in Hp.l.c.).
Greek (Liddell-Scott)
λήδᾰνον: ἢ λάδανον, τό, τὸ κόμμι τοῦ θάμνου λήδου, εἶδος ἀρωματικῆς ῥητίνης, Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 107, Γαλην., κλ. (Ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ladanum, gomme aromatique de l’Orient.
Étymologie: cf. λάδανον, DELG λῆδον.