δυσωρέω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(13_4)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26<b class="b2"> Δυσωρήσωσι</b>· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26<b class="b2"> Δυσωρήσωσι</b>· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ou pê</i> δυσωρέομαι-οῦμαι;<br /><i>f.</i> δυσωρήσομαι;<br />faire une garde pénible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὤρα]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 692] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ou pê δυσωρέομαι-οῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.