διακολακεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακολᾰκεύομαι''': μέσ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ. | |lstext='''διακολᾰκεύομαι''': μέσ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. prés.</i><br />rivaliser de flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κολακεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
A vie with each other in flattery, Isoc.12.159:—Act. only as v.l. in Sch.E.Or.714.
Greek (Liddell-Scott)
διακολᾰκεύομαι: μέσ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
rivaliser de flatterie.
Étymologie: διά, κολακεύω.